- επίλεκτος
- η , ο [ος , ον ] избранный; отборный, лучший;
επίλεκτα στρατεύματα — отборные войска, части;
επίλεκτα μέλη της κοινωνίας — сливки общества
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επίλεκτα στρατεύματα — отборные войска, части;
επίλεκτα μέλη της κοινωνίας — сливки общества
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπίλεκτος — chosen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίλεκτος — η, ο (AM ἐπίλεκτος, ον) [επιλέγω] εκλεκτός, διαλεχτός μσν. εκείνος που γίνεται με φροντίδα αρχ. (για στρατιώτες) α) αυτός που κατατάχθηκε μετά από επιλογή β) έκτακτος … Dictionary of Greek
επίλεκτος — η, ο εκλεκτός, διαλεχτός, διακεκριμένος, ξεχωριστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιλέκτως — ἐπίλεκτος chosen adverbial ἐπίλεκτος chosen masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλεκτον — ἐπίλεκτος chosen masc/fem acc sg ἐπίλεκτος chosen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτοις — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτου — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut gen sg ἐπιλέκτης collector masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτους — ἐπίλεκτος chosen masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτων — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτῳ — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλεκτα — ἐπίλεκτος chosen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)